αναζωογονητικός

αναζωογονητικός
η , ό[ν] животворный, живительный, придающий новые силы, бодрящий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αναζωογονητικός" в других словарях:

  • αναζωογονητικός — ή, ό αυτός που συντελεί στην αναζωογόνηση, που αναζωογονεί ψυχικά και σωματικά, ζωογόνος, τονωτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναζωογονώ. Η λ. απαντά για πρώτη φορά το 1890] …   Dictionary of Greek

  • αναζωογονητικός — ή, ό ικανός να αναζωογονήσει: Η εκδρομή αυτή ήταν αναζωογονητική για όλους μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναγεννητικός — ή, ό (ΑΜ ἀναγεννητικός, ή, όν) [αναγεννῶ] ο ικανός να αναπαράγει ή να ξαναδημιουργεί, αναζωογονητικός …   Dictionary of Greek

  • αναζωογονώ — ( έω) 1. ενεργ. δίνω νέες δυνάμεις σε κάποιον, ψυχικές και σωματικές, τονώνω, ξαναζωντανεύω 2. ανακτώ τις ψυχικές και σωματικές μου δυνάμεις, τονώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναζωογόνος. ΠΑΡ. αναζωογόνηση, αναζωογονητικός] …   Dictionary of Greek

  • αναζωογόνος — ο ο αναζωογονητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + ζωογόνος. ΠΑΡ. αναζωογονώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ, όπου χρησιμοποιείται ως επίθετο των λέξεων επίδρασις και ψεκάδες] …   Dictionary of Greek

  • ανακλητικός — ή, ό (Α ἀνακλητικός, ή, όν) [ἀνακαλῶ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ανάκληση* ή ο κατάλληλος γι αυτήν αρχ. 1. ο κατάλληλος για παρακίνηση, προτρεπτικός 2. αυτός που αποκαθιστά (την όρεξη, την υγεία κ.λπ.), τονωτικός, αναζωογονητικός 3. το… …   Dictionary of Greek

  • εμψυχωτικός — ή, ό ο κατάλληλος ή χρήσιμος για εμψύχωση, ενθαρρυντικός, αναζωογονητικός, ζωογόνος. επίρρ... εμψυχωτικώς, ά με τρόπο εμψυχωτικό, ενθαρρυντικά …   Dictionary of Greek

  • ζωογονητικός — ή, ό (Α ζωογονητικός, ή, όν) [ζωογονώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωογόνηση, ζωογόνος, αναζωογονητικός, τονωτικός, εμψυχωτικός, αναπτερωτικός. Επιρρ. ζωογονητικώς με τρόπο ζωογόνο, με ζωογόνηση, εμψυχωτικά, αναπτερωτικά …   Dictionary of Greek

  • ζωοποιός — ό (AM ζωοποιός, όν) δημιουργός ζωής, ζωογόνος, ζωοδότης, αναζωογονητικός («ζωοποιὸν πνεύμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + ποιος (< ποιώ)] …   Dictionary of Greek

  • ζωτικός — I (14ος αι.). Ζωγράφος και καλλιγράφος. Το έργο του Μηνιαίο βρίσκεται στη βιβλιοθήκη του πατριαρχείου της Αλεξανδρείας, κώδικας αρ. 435. II Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ζ. ο μάρτυς. Βλ. λ. Μάρτυρες δέκα εν Κρήτη. 2. Ζ. ο μάρτυς.… …   Dictionary of Greek

  • τονωτικός — ή, ό / τονωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [τονῶ / ώνω] αυτός που επιφέρει τόνωση, δυναμωτικός νεοελλ. 1. συνεκδ. διεγερτικός, αναζωογονητικός 2. (για φάρμακο) αυτός που αυξάνει ή ενισχύει τη δραστηριότητα τών οργάνων 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»